αμμόφιλος

αμμόφιλος
(ammophila). Γένος υμενοπτέρων εντόμων της οικογένειας των σφηκιδών. Ζουν σε όλες τις περιοχές της Ευρώπης. Το σώμα τους είναι λεπτό και μακρουλό, με σκούρο κόκκινο χρώμα. Έχουν μακριά σαγόνια με το κάτω χείλος να προεξέχει. Ο κοιλιακός τους μίσχος, που αποτελείται από δύο τμήματα, είναι μακρύτερος από την κοιλιά. Προσβάλλουν και παραλύουν τη λεία τους (συνήθως προνύμφες άλλων εντόμων) με το δηλητηριώδες κεντρί τους. Οι α. ανοίγουν τρύπες μέσα στο έδαφος, στις οποίες αφήνουν από ένα αβγό και κατόπιν τις κλείνουν. Κάθε πρωί τα θηλυκά επισκέπτονται τις φωλιές και φροντίζουν για τη διατροφή των γόνων τους. Οι ενέργειες αυτές συνεχίζονται μέχρις ότου οι προνύμφες αναπτυχθούν αρκετά. Είναι ωφέλιμα έντομα, γιατί εξολοθρεύουν τις προνύμφες άλλων μικρότερων εντόμων, τα οποία καταστρέφουν τις καλλιέργειες. Κυριότερα είδη α. είναι το αμμώδες,το δασύτριχο και το τολυπώδες.
* * *
-η, -ο (Βιολ.)
αυτός που ζεί κατά προτίμηση στην άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < άμμος + φίλος, πρβλ. αγγλ. ammophilous].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… …   Dictionary of Greek

  • αιγιαλία — (aegialia). Επιστημονική ονομασία γένους κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των σκαραβαιιδών. Είναι τόσο μικρά, ώστε μόλις που φτάνουν τα 5 χιλιοστά. Ζουν σε πολλές περιοχές του πλανήτη μας και κυρίως στην Ευρώπη. Φωλιάζουν κάτω από πέτρες ή… …   Dictionary of Greek

  • εκουιζετίτης — Γένος φυτών της οικογένειας των εκουιζετιδών, που πλέον έχει εξαφανιστεί. Περιλαμβάνει απολιθωμένα λείψανα ειδών, τα οποία μπορούσαν να φτάσουν σε ύψος 10 μ., με 25 εκ. διάμετρο κορμού. Το είδος ε. ο αμμόφιλος είναι το πιο μεγάλο από τα γνωστά… …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

  • κερκηρίδα — (Cercerida). Γένος υμενοπτέρων σαρκοφάγων εντόμων, που περιλαμβάνει μικρού ή μετρίου μεγέθους είδη, με διαφανή και μεγάλα φτερά, με πολλά νεύρα. Οι κ. είναι συνήθως ποικιλόχρωμες με κοντές και λεπτές κεραίες. Ζουν σε άγονες περιοχές και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”